ανευλόγητος

ανευλόγητος
-η, -ο
αβλόγητος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανευλόγητος — η, ο (Μ ἀνευλόγητος, ον) 1. αυτός που δεν ευλογήθηκε από την εκκλησία, αβλόγητος 2. αυτός που δεν ευλογείται από τον Θεό, άδικος, άνομος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”